- υποσήμανσις
- (-εως) η1) намёк; 2) мор. повторение, дублирование сигнала
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσήμανση — η / ὑποσήμανσις, άνσεως, ΝΜ [ὑποσημαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσημαίνω … Dictionary of Greek